πανόδετος

πανόδετος
-η, -ο
(για βιβλίο) δεμένος με εξώφυλλο επικαλυμμένο με ειδικό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + -δετος (< δένω), πρβλ. χρυσό-δετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανόδετος — ο δεμένος ή βιβλιοδετημένος με πανί: Τα πανόδετα βιβλία καταστρέφονται γρηγορότερα από τα δερματόδετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”